Βάκχος

Βάκχος
I
Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη.
Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο.
Ο Βάκχος σε πίνακα του ζωγράφου Καραβάτζιο.
II
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού (τέλη 3ου αι. μ.Χ.). Μαρτύρησε μαζί με τον συνάδελφό του Σέργιο στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, κοντά στον Ευφράτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Οκτωβρίου.
2. Β. ο νέος (8ος αι. μ.Χ.). Αποκεφαλίστηκε στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Δεκεμβρίου.
* * *
Βάκχος, ο (Α)
1. ονομασία του Διονύσου
2. επίθετο του Δία
3. κρασί
4. όποιος κατέχεται από βακχική μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως, που συνδέεται με το λυδικό Baki στο επίθ. Bakivalis «Διονυσικλέους» (πρβλ. επίθ. bakillis), χωρίς όμως να είναι βέβαιο αν πρόκειται για δάνειο της Ελληνικής στη Λυδική ή το αντίθετο. Τέλος, άλλοι συνδέουν τη λ. με τα βαβαί, βαβάκτης κ.ά.
ΠΑΡ. αρχ. βαχχεία, Βακχείον, βάκχειος, Βακχεύς, βακχεύω, Βάκχη, βακχιάζω, βακχιακός, Βάκχιος, Βακχίς, βακχιώ, βακχιώτης, βακχώ, βακχώδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βάκχος — Bacchus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάκχος. — См. Бахус …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Βάκχος — ο επωνυμία του θεού Διόνυσου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάκχω — Βάκχος Bacchus masc nom/voc/acc dual Βάκχος Bacchus masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχε — Βάκχος Bacchus masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχοι — Βάκχος Bacchus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχοιο — Βάκχος Bacchus masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχοις — Βάκχος Bacchus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχοισι — Βάκχος Bacchus masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχοισιν — Βάκχος Bacchus masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”